κάμμαρος

κάμμαρος
κάμμαρος και κόμμαρος και κόμμορος
ὁ (Α)
είδος μεγάλης γαρίδας, αστακού
2. κάμαρος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < IE *kәmr- > καμαρ- > κάμμαρ-ος (με εκφραστικό διπλασιασμό)
πρβλ. νορβ. cammore, αρχ. άνω γερμ. Hummer «αστακός». Ο μακεδονικός τ. κόμ(μ)αρος με τροπή τού α σε ο. Ο τ. κόμμορος είναι μεταγενέστερο παρατυμολογικό προϊόν. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή cammarus. (Για τη λ. με τη δεύτερη σημ. βλ. κάμαρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κάμμαρος — lobster masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμμάροις — κάμμαρος lobster masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμμάρου — κάμμαρος lobster masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμμάρους — κάμμαρος lobster masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμμάρων — κάμμαρος lobster masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμμάρῳ — κάμμαρος lobster masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμμαροι — κάμμαρος lobster masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμμαρον — κάμμαρος lobster masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμαρος — και κάμμαρος, ὁ (Α) 1. είδος τού φυτού ακόνιτο 2. το φυτό δελφίνιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. hemera «ελλέβορος», ρωσ. čemerica με την ίδια σημ., λιθουαν. kemėras «ρίγανη». Μαρτυρείται και γραφή κάμμαρος, η οποία …   Dictionary of Greek

  • καμμαρίς — καμμαρίς, ίδος ἡ (Α) (θηλ. τού κάμμαρος) είδος γαρίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κάμμαρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”